- πείσματος
- πεί̱σματος , πεῖσμαship's cableneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
непокорениѥ — НЕПОКОРЕНИ|Ѥ (28), ˫А с. Неуступчивость, непокорство: правьдьноѥ отъиметьсѧ ослѣпѣвъшиимъ неистовьствъмъ своѥго непокорени˫а (τοῦ... πείσματος) КЕ XII, 151а; ѥлико хотѧщеи ц(с)ре||ви покоритис˫а. и патриархѹ... на странѣ деснѣи станѣте. ѥлико же… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πείσμα — (I) το / πεῑσμα, ΝΜΑ [πείθω] νεοελλ. 1. έντονη και παράλογη επιμονή σε ορισμένη γνώμη ή ενέργεια, ισχυρογνωμοσύνη, γινάτι («ας είναι καλά το πείσμα σου») 2. παροιμ. «το πείσμα βγάζει πρήσμα» η ισχυρογνωμοσύνη βλάπτει πάντοτε αυτόν που τήν έχει… … Dictionary of Greek
πικάρισμα — το, Ν [πικάρω/πικαρίζω] 1. πείραγμα, πρόκληση θυμού ή πείσματος 2. πείσμα, θυμός 3. συγκόλληση χημικού λιθογραφικού φύλλου χαρτιού επάνω σε άλλο με διάτρηση και όχι με κολλητική ουσία … Dictionary of Greek